- ησυχαστής
- ο монах
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἡσυχαστής — hermit masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ησυχαστής — ο (Μ ἡσυχαστής, θηλ. ἡσυχάστρια) [ησυχάζω] 1. μοναχός, ερημίτης αναχωρητής που ησυχάζει, που έχει απαρνηθεί τα εγκόσμια και ζει σε απομόνωση 2. αυτός που έχει ως έργο την τήρηση τής τάξεως στο μοναστήρι, αλλ. σιλεντιάριος μσν. 1. (και στον πληθ.) … Dictionary of Greek
ησυχαστής — ο 1. καλόγερος. 2. Ησυχαστές, οι οπαδοί του ησυχασμού, ενός μυστικιστικού κινήματος των μοναχών του Αγίου Όρους κατά το 14ο αι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἡσυχασταῖς — ἡσυχαστής hermit masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχασταί — ἡσυχαστής hermit masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχαστοῦ — ἡσυχαστής hermit masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχαστῇ — ἡσυχαστής hermit masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχαστέα — ἡσυχαστής hermit masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχαστέων — ἡσυχαστής hermit masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχαστήν — ἡσυχαστής hermit masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχαστῶν — ἡσυχαστής hermit masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)